- ετερόπλευρος
- ἑτερόπλευρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)2. αυτός που έχει άνισες πλευρές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτερόπλευρον — ἑτερόπλευρος with two visible faces masc/fem acc sg ἑτερόπλευρος with two visible faces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek